προτυποποίηση

προτυποποίηση
η, Ν
τεχνολ. ο καθορισμός τών προδιαγραφών τις οποίες πρέπει να ικανοποιεί η παραγωγή ενός προϊόντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρότυπο + -ποίηση (< -ποιώ*). Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. standardisation].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”